- ευρεσίκακος
- εὑρεσίκακος, -ον (ΑΜ)εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί-λογος, ευρεσι-τέχνης) + κακός, σύνθετο τού τ. τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὑρεσίκακον — εὑρεσίκακος inventive of evil masc/fem acc sg εὑρεσίκακος inventive of evil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεσικάκους — εὑρεσίκακος inventive of evil masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek